πολύσπορα

πολύσπορα
πολύσπορος
with many crops
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυσπορά — η, Ν βλ. πολυσποριά …   Dictionary of Greek

  • πολυσποριά — και πολυσπορά, η, Ν [πολύσπορος] 1. το να έχει σπείρει κανείς πολλούς σπόρους, κατά τη σπορά μιας καλλιεργούμενης έκτασης αλλ. πολυσπαρτιά 2. παροιμ. «η πολυσπορά νικά την αστοχιά» λέγεται για να δηλώσει ότι η σπορά πολλών και διαφορετικών σπόρων …   Dictionary of Greek

  • πολύσπορος — η, ο / πολύσπορος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς σπόρους, καρποφόρος, γόνιμος νεοελλ. (με υβριστική σημ.) αυτός που δεν γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, μούλος, μπάσταρδος αρχ. αυτός που καθιστά κάποιον γόνιμο. επίρρ... πολύσπορα/ πολυσπόρως ΝΜΑ με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”